- εἰσφέρον
- εἰσφέρωcarry inpres part act masc voc sgεἰσφέρωcarry inpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἴσφερον — εἰσφέρω carry in imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) εἰσφέρω carry in imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμίς — ίδος, ἡ, Α 1. πορθμός 2. το πορθμείο, δηλαδή το σκάφος για διαπόρθμευση («πορθμίς, ἥτις διὰ πέτρας... Ἐλένην ἀπήγαγ ἐνθάδ », Ευρ.) 3. μτφ. τραπέζι με το οποίο προσφερόταν δεύτερη σειρά φαγητών («πορθμίδας πολλῶν ἀγαθῶν πάλιν εἴσφερον γεμούσας τὰς … Dictionary of Greek